κολπίτης

κολπίτης
κολπίτης
dwelling on a bay
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κολπίτης — κολπίτης, ὁ (Α) [κόλπος] αυτός που κατοικεί κοντά σε θαλάσσιο κόλπο …   Dictionary of Greek

  • κολπίτας — κολπίτᾱς , κολπίτης dwelling on a bay masc acc pl κολπίτᾱς , κολπίτης dwelling on a bay masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”